ασβολερός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασβολερός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ασβολερός
- μαύρος, σκοτεινός σαν την ασβόλη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασβολερός
|