ασβόλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ασβόλη | οι | ασβόλες |
γενική | της | ασβόλης | των | ασβολών |
αιτιατική | την | ασβόλη | τις | ασβόλες |
κλητική | ασβόλη | ασβόλες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασβόλη < αρχαία ελληνική ἀσβόλη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασβόλη θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασβόλη
|