ευτυχισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]ευτυχισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ευτυχώ
Μετοχή
[επεξεργασία]ευτυχισμένος -η -ο
- που αισθάνεται ευτυχία
- από τότε που γύρισε ο γιος της, είναι και πάλι ευτυχισμένη
- που φέρει τα σημάδια της ευτυχίας
- ευτυχισμένα χαμόγελα
- που χαρακτηρίζεται από ευτυχία
- ευτυχισμένα χρόνια