mutlu
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
mutlu (tr)
- ευτυχισμένος, χαρούμενος
- ευτυχής, χαρούμενος, που προκαλεί ευτυχία
- ↪ mutlu bir olay — ένα χαρούμενο περιστατικό
- καλός, πρώτο συνθετικό σε φράσεις και λέξεις με την έννοια της ευχής να είναι καλό ή που έχει ήδη την ιδιότητα του καλού