ευτυχώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ευτυχώ < ευ + τύχη

ευτυχώ

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Η μετοχή παθ. παρακειμένου του ρήματος αυτού σχηματίζετια κατά την Α΄ συζυγία.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]