bonheur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bonheur < bon + heur

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bɔ.nœʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bonheur bonheurs

bonheur (fr) αρσενικό

  1. η τύχη
  2. (λόγιο) η επιτυχία
  3. η ευτυχία, η ευδαιμονία
  4. το ευτύχημα, η χαρά

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]