στενοχωρημένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στενοχωρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στενοχωριέμαι / στενοχωρούμαι
Μετοχή
[επεξεργασία]στενοχωρημένος, -η, -ο
- που έχει στενοχωρηθεί, νιώθει θλίψη συνήθως για κάτι συγκεκριμένο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- στενοχώρια
- στενοχωρέω (αρχ. ελλ.)
- στενοχωρώ
- στεναχωρώ
- στεναχωριέμαι