sad
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| παραθετικά | |
| θετικός | sad |
| συγκριτικός | sadder / more sad |
| υπερθετικός | saddest / most sad |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- sad < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική sad < αγγλοσαξονική sæd (ικανοποιημένος) < πρωτογερμανική *sadaz (ικανοποιημένος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seh₂- (ικανοποιώ)
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]sad (en)
- λυπημένος, θλιμμένος, στενοχωρημένος, μη χαρούμενος
a sad face - λυπημένο πρόσωπο
He is very sad that he separated with his wife.
- Είναι πολύ λυπημένος που χώρισε με τη γυναίκα του.
You rarely see him laughing, he is almost always sad.
- Σπάνια τον βλέπεις να γελάει, είναι σχεδόν πάντοτε θλιμμένος.
He told me he’s sad because he had a fight with his girlfriend.
- Μου είπε ότι είναι στενοχωρημένος γιατί τσακώθηκε με τη φίλη του.
Her refusal made us sad.
- Μας λύπησε η άρνησή της.
Were you sad to see me?
- Λυπήθηκες που με είδες;
I felt so sad for her.
- Τη λυπήθηκα πάρα πολύ.
Your disregard for me makes me sad.
- Με θλίβει η αδιαφορία σου για μένα.
I get sad when I see so much misery around me.
- Θλίβομαι όταν βλέπω τόση δυστυχία γύρω μου.
Don’t worry, I am not sad about it.
- Μην ανησυχείς, δεν στενοχωριέμαι για αυτό.
- ≈ συνώνυμα: forlorn
- λυπηρός, λυπητερός, θλιβερός, στενόχωρος, που προκαλεί λύπη
It is sad that so many of his paintings have been lost.
- Είναι λυπηρό που τόσοι πολλοί από τους πίνακές του έχουν χαθεί.
They told us a really sad story.
- Μας είπαν μια πραγματικά λυπητερή ιστορία.
We had sad news yesterday.
- Είχαμε θλιβερά νέα χθες.
Sad to say the house has now been demolished.
The situation was pretty sad for all of us.
- Η κατάσταση ήταν αρκετά στενάχωρη για όλους μας.
- Δυστυχώς, το σπίτι έχει πλέον κατεδαφιστεί.
- θλιβερός, λυπηρός, αξιοθρήνητος
The sad truth is he never loved her.
- Η θλιβερή αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν την αγάπησε.
The sad thing is that the real situation is probably much worse.
- Το λυπηρό είναι ότι η πραγματική κατάσταση πιθανότατα είναι πολύ χειρότερη.
It’s a sad excuse.
- Είναι μια αξιοθρήνητη δικαιολογία.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- sadder but wiser: το πάθημα μάθημα → δείτε τη λέξη πάθημα
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)