sad
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | sad |
συγκριτικός | sadder / more sad |
υπερθετικός | saddest / most sad |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sad < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική sad < αγγλοσαξονική sæd (ικανοποιημένος) < πρωτογερμανική *sadaz (ικανοποιημένος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seh₂- (ικανοποιώ)
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
sad (en)
- θλιμμένος, λυπημένος, στενοχωρημένος, λυπάμαι
- ↪ a sad face - λυπημένο πρόσωπο
- ↪ Were you sad to see me?
- Λυπήθηκες που με είδες;
- λυπηρός, θλιβερός
- ↪ a sad incident - θλιβερό περιστατικό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- sadder but wiser: το πάθημα μάθημα → δείτε τη λέξη πάθημα
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- sad - Cambridge Dictionary online
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)