sadly
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
sadly (en)
- δυστυχώς, κατά δυστυχή συγκυρία
- Sadly he has never been able to find again his parents
- ≈ συνώνυμα: unfortunately
- λυπημένα, θλιμμένα
- he told us something sadly
- θλιβερά, κατά τρόπο που προκαλεί θλίψη
- the child was sadly illiterate