λυπάμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λυπάμαι, παθητική φωνή του λυπώ
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]λυπάμαι/λυπούμαι, π.πρτ.: λυπόμουν(α), π.αόρ.: λυπήθηκα, μτχ.π.π.: λυπημένος, (ενεργ.: λυπώ)
- αισθάνομαι λύπη
- ≈ συνώνυμα: στεναχωριέμαι, θλίβομαι
- λυπάμαι που φεύγεις
- ≈ συνώνυμα: στεναχωριέμαι, θλίβομαι
- αισθάνομαι λύπη, συμπόνια και οίκτο για κάποιον
- ≈ συνώνυμα: σπλαχνίζομαι, συμπονώ
- τον λυπήθηκαν και του έδωσαν χρήματα
- ≈ συνώνυμα: σπλαχνίζομαι, συμπονώ
- υπολογίζω κάτι, με νοιάζει
- δε λυπάσαι το νερό κι αφήνεις τη βρύση να τρέχει;
- δεν ξοδεύω
- ≈ συνώνυμα: τσιγκουνεύομαι
- λυπήθηκες το αλάτι και δεν έβαλες στο φαγητό;
- ≈ συνώνυμα: τσιγκουνεύομαι
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λυπάμαι λυπούμαι |
λυπόμουν(α) | θα λυπάμαι λυπούμαι |
να λυπάμαι λυπούμαι |
λυπούμενος | |
β' ενικ. | λυπάσαι | λυπόσουν(α) | θα λυπάσαι | να λυπάσαι | ||
γ' ενικ. | λυπάται | λυπόταν(ε) | θα λυπάται | να λυπάται | ||
α' πληθ. | λυπόμαστε λυπούμαστε |
λυπόμαστε λυπόμασταν |
θα λυπόμαστε λυπούμαστε |
να λυπόμαστε λυπούμαστε |
||
β' πληθ. | λυπάστε | λυπόσαστε λυπόσασταν |
θα λυπάστε | να λυπάστε | λυπείστε - λυπιέστε | |
γ' πληθ. | λυπούνται | λυπούνταν | θα λυπούνται | να λυπούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λυπήθηκα | θα λυπηθώ | να λυπηθώ | λυπηθεί | ||
β' ενικ. | λυπήθηκες | θα λυπηθείς | να λυπηθείς | λυπήσου | ||
γ' ενικ. | λυπήθηκε | θα λυπηθεί | να λυπηθεί | |||
α' πληθ. | λυπηθήκαμε | θα λυπηθούμε | να λυπηθούμε | |||
β' πληθ. | λυπηθήκατε | θα λυπηθείτε | να λυπηθείτε | λυπηθείτε | ||
γ' πληθ. | λυπήθηκαν λυπηθήκαν(ε) |
θα λυπηθούν(ε) | να λυπηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω λυπηθεί | είχα λυπηθεί | θα έχω λυπηθεί | να έχω λυπηθεί | λυπημένος | |
β' ενικ. | έχεις λυπηθεί | είχες λυπηθεί | θα έχεις λυπηθεί | να έχεις λυπηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει λυπηθεί | είχε λυπηθεί | θα έχει λυπηθεί | να έχει λυπηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε λυπηθεί | είχαμε λυπηθεί | θα έχουμε λυπηθεί | να έχουμε λυπηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε λυπηθεί | είχατε λυπηθεί | θα έχετε λυπηθεί | να έχετε λυπηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν λυπηθεί | είχαν λυπηθεί | θα έχουν λυπηθεί | να έχουν λυπηθεί |