στεναχωρώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στεναχωρώ < στενοχωρώ με τροπή [o] > [a] κατά το στενάχωρος [1][2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ste.na.xoˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στε‐να‐χω‐ρώ

στεναχωρώ, -είς..., πρτ.: στενοχωρούσα, αόρ.: στεναχώρησα/στεναχώρεσα, παθ.φωνή: στεναχωριέμαι/στεναχωρούμαι, π.αόρ.: στεναχωρήθηκα, μτχ.π.π.: στεναχωρημένος/στεναχωρεμένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

θέμα με στεναχωρ-

→ και δείτε τη λέξη στενάχωρος θέμα με στενοχωρ-

→ λείπει η κλίση με διπλό αόριστο, διπλή μετοχή
Με τύπους στεναχώρησα, στεναχωρήθηκα, στενοχωρημένος:

Με τύπους στεναχώρεσα, στεναχωρέθηκα, στεναχωρεμένος

  • ...

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. στενοχωρώ, στεναχωρώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. στενοχωρώ (σχόλια) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.