στεναχωρώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στεναχωρώ < στενοχωρώ με τροπή [o] > [a] κατά το στενάχωρος [1][2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ste.na.xoˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στε‐να‐χω‐ρώ
Ρήμα
[επεξεργασία]στεναχωρώ, -είς..., πρτ.: στενοχωρούσα, αόρ.: στεναχώρησα/στεναχώρεσα, παθ.φωνή: στεναχωριέμαι/στεναχωρούμαι, π.αόρ.: στεναχωρήθηκα, μτχ.π.π.: στεναχωρημένος/στεναχωρεμένος
- άλλη μορφή του στενοχωρώ
- άλλες μορφές: στεναχωράω, -άς, -άει, ...
Συγγενικά
[επεξεργασία]θέμα με στεναχωρ-
→ και δείτε τη λέξη στενάχωρος θέμα με στενοχωρ-
- → δείτε τη λέξη στενόχωρος
Κλίση
[επεξεργασία]→ λείπει η κλίση με διπλό αόριστο, διπλή μετοχή
Με τύπους στεναχώρησα, στεναχωρήθηκα, στενοχωρημένος:
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στεναχωρώ | στεναχωρούσα | θα στεναχωρώ | να στεναχωρώ | στεναχωρώντας | |
β' ενικ. | στεναχωρείς | στεναχωρούσες | θα στεναχωρείς | να στεναχωρείς | ||
γ' ενικ. | στεναχωρεί | στεναχωρούσε | θα στεναχωρεί | να στεναχωρεί | ||
α' πληθ. | στεναχωρούμε | στεναχωρούσαμε | θα στεναχωρούμε | να στεναχωρούμε | ||
β' πληθ. | στεναχωρείτε | στεναχωρούσατε | θα στεναχωρείτε | να στεναχωρείτε | στεναχωρείτε | |
γ' πληθ. | στεναχωρούν(ε) | στεναχωρούσαν(ε) | θα στεναχωρούν(ε) | να στεναχωρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στεναχώρησα | θα στεναχωρήσω | να στεναχωρήσω | στεναχωρήσει | ||
β' ενικ. | στεναχώρησες | θα στεναχωρήσεις | να στεναχωρήσεις | στεναχώρησε | ||
γ' ενικ. | στεναχώρησε | θα στεναχωρήσει | να στεναχωρήσει | |||
α' πληθ. | στεναχωρήσαμε | θα στεναχωρήσουμε | να στεναχωρήσουμε | |||
β' πληθ. | στεναχωρήσατε | θα στεναχωρήσετε | να στεναχωρήσετε | στεναχωρήστε | ||
γ' πληθ. | στεναχώρησαν στεναχωρήσαν(ε) |
θα στεναχωρήσουν(ε) | να στεναχωρήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στεναχωρήσει | είχα στεναχωρήσει | θα έχω στεναχωρήσει | να έχω στεναχωρήσει | ||
β' ενικ. | έχεις στεναχωρήσει | είχες στεναχωρήσει | θα έχεις στεναχωρήσει | να έχεις στεναχωρήσει | ||
γ' ενικ. | έχει στεναχωρήσει | είχε στεναχωρήσει | θα έχει στεναχωρήσει | να έχει στεναχωρήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στεναχωρήσει | είχαμε στεναχωρήσει | θα έχουμε στεναχωρήσει | να έχουμε στεναχωρήσει | ||
β' πληθ. | έχετε στεναχωρήσει | είχατε στεναχωρήσει | θα έχετε στεναχωρήσει | να έχετε στεναχωρήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στεναχωρήσει | είχαν στεναχωρήσει | θα έχουν στεναχωρήσει | να έχουν στεναχωρήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στεναχωρούμαι | στεναχωρούμουν | θα στεναχωρούμαι | να στεναχωρούμαι | ||
β' ενικ. | στεναχωρείσαι | στεναχωρούσουν | θα στεναχωρείσαι | να στεναχωρείσαι | ||
γ' ενικ. | στεναχωρείται | στεναχωρούνταν | θα στεναχωρείται | να στεναχωρείται | ||
α' πληθ. | στεναχωρούμαστε | στεναχωρούμασταν στεναχωρούμαστε |
θα στεναχωρούμαστε | να στεναχωρούμαστε | ||
β' πληθ. | στεναχωρείστε | στεναχωρούσασταν στεναχωρούσαστε |
θα στεναχωρείστε | να στεναχωρείστε | στεναχωρείστε | |
γ' πληθ. | στεναχωρούνται | στεναχωρούνταν | θα στεναχωρούνται | να στεναχωρούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στεναχωρήθηκα | θα στεναχωρηθώ | να στεναχωρηθώ | στεναχωρηθεί | ||
β' ενικ. | στεναχωρήθηκες | θα στεναχωρηθείς | να στεναχωρηθείς | στεναχωρήσου | ||
γ' ενικ. | στεναχωρήθηκε | θα στεναχωρηθεί | να στεναχωρηθεί | |||
α' πληθ. | στεναχωρηθήκαμε | θα στεναχωρηθούμε | να στεναχωρηθούμε | |||
β' πληθ. | στεναχωρηθήκατε | θα στεναχωρηθείτε | να στεναχωρηθείτε | στεναχωρηθείτε | ||
γ' πληθ. | στεναχωρήθηκαν στεναχωρηθήκαν(ε) |
θα στεναχωρηθούν(ε) | να στεναχωρηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω στεναχωρηθεί | είχα στεναχωρηθεί | θα έχω στεναχωρηθεί | να έχω στεναχωρηθεί | στεναχωρημένος | |
β' ενικ. | έχεις στεναχωρηθεί | είχες στεναχωρηθεί | θα έχεις στεναχωρηθεί | να έχεις στεναχωρηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει στεναχωρηθεί | είχε στεναχωρηθεί | θα έχει στεναχωρηθεί | να έχει στεναχωρηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε στεναχωρηθεί | είχαμε στεναχωρηθεί | θα έχουμε στεναχωρηθεί | να έχουμε στεναχωρηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε στεναχωρηθεί | είχατε στεναχωρηθεί | θα έχετε στεναχωρηθεί | να έχετε στεναχωρηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν στεναχωρηθεί | είχαν στεναχωρηθεί | θα έχουν στεναχωρηθεί | να έχουν στεναχωρηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι στεναχωρημένος - είμαστε, είστε, είναι στεναχωρημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν στεναχωρημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν στεναχωρημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι στεναχωρημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι στεναχωρημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι στεναχωρημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι στεναχωρημένοι |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στεναχωριέμαι | στεναχωριόμουν(α) | θα στεναχωριέμαι | να στεναχωριέμαι | ||
β' ενικ. | στεναχωριέσαι | στεναχωριόσουν(α) | θα στεναχωριέσαι | να στεναχωριέσαι | ||
γ' ενικ. | στεναχωριέται | στεναχωριόταν(ε) | θα στεναχωριέται | να στεναχωριέται | ||
α' πληθ. | στεναχωριόμαστε | στεναχωριόμαστε στεναχωριόμασταν |
θα στεναχωριόμαστε | να στεναχωριόμαστε | ||
β' πληθ. | στεναχωριέστε | στεναχωριόσαστε στεναχωριόσασταν |
θα στεναχωριέστε | να στεναχωριέστε | στεναχωριέστε | |
γ' πληθ. | στεναχωριούνται | στεναχωριόνταν(ε) στεναχωριούνταν στεναχωριόντουσαν |
θα στεναχωριούνται | να στεναχωριούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στεναχωρήθηκα | θα στεναχωρηθώ | να στεναχωρηθώ | στεναχωρηθεί | ||
β' ενικ. | στεναχωρήθηκες | θα στεναχωρηθείς | να στεναχωρηθείς | στεναχωρήσου | ||
γ' ενικ. | στεναχωρήθηκε | θα στεναχωρηθεί | να στεναχωρηθεί | |||
α' πληθ. | στεναχωρηθήκαμε | θα στεναχωρηθούμε | να στεναχωρηθούμε | |||
β' πληθ. | στεναχωρηθήκατε | θα στεναχωρηθείτε | να στεναχωρηθείτε | στεναχωρηθείτε | ||
γ' πληθ. | στεναχωρήθηκαν στεναχωρηθήκαν(ε) |
θα στεναχωρηθούν(ε) | να στεναχωρηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω στεναχωρηθεί | είχα στεναχωρηθεί | θα έχω στεναχωρηθεί | να έχω στεναχωρηθεί | στεναχωρημένος | |
β' ενικ. | έχεις στεναχωρηθεί | είχες στεναχωρηθεί | θα έχεις στεναχωρηθεί | να έχεις στεναχωρηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει στεναχωρηθεί | είχε στεναχωρηθεί | θα έχει στεναχωρηθεί | να έχει στεναχωρηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε στεναχωρηθεί | είχαμε στεναχωρηθεί | θα έχουμε στεναχωρηθεί | να έχουμε στεναχωρηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε στεναχωρηθεί | είχατε στεναχωρηθεί | θα έχετε στεναχωρηθεί | να έχετε στεναχωρηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν στεναχωρηθεί | είχαν στεναχωρηθεί | θα έχουν στεναχωρηθεί | να έχουν στεναχωρηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι στεναχωρημένος - είμαστε, είστε, είναι στεναχωρημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν στεναχωρημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν στεναχωρημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι στεναχωρημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι στεναχωρημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι στεναχωρημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι στεναχωρημένοι |
Με τύπους στεναχώρεσα, στεναχωρέθηκα, στεναχωρεμένος
- ...
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στεναχωρώ
→ δείτε τη λέξη στενοχωρώ |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ στενοχωρώ, στεναχωρώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ στενοχωρώ (σχόλια) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρώ»
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρούμαι»
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «αγαπιέμαι»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)