triste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
triste (fr)
- λυπημένος, θλιμμένος
- Il a l'air triste. : φαίνεται λυπημένος.
- λυπηρός, θλιβερός, λυπητερός
- C'est un événement triste. : είναι θλιβερό γεγονός.
[επεξεργασία]
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
triste (es)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
triste (it)