στενοχωριέμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ste.no.xoɾˈʝe.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στε‐νο‐χω‐ριέ‐μαι
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]στενοχωριέμαι, π.αόρ.: στενοχωρήθηκα, μτχ.π.π.: στενοχωρημένος
- παθητική φωνή του ρήματος στενοχωρώ: νιώθω λύπη, θλίψη
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- στεναχωριέμαι
- στενοχωρούμαι (λογιότερο)