άκεφος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άκεφος | η | άκεφη | το | άκεφο |
| γενική | του | άκεφου | της | άκεφης | του | άκεφου |
| αιτιατική | τον | άκεφο | την | άκεφη | το | άκεφο |
| κλητική | άκεφε | άκεφη | άκεφο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άκεφοι | οι | άκεφες | τα | άκεφα |
| γενική | των | άκεφων | των | άκεφων | των | άκεφων |
| αιτιατική | τους | άκεφους | τις | άκεφες | τα | άκεφα |
| κλητική | άκεφοι | άκεφες | άκεφα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈa.ce.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐κε‐φος
Επίθετο
[επεξεργασία]άκεφος, -η, -ο