advise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | advise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | advises |
αόριστος | advised |
παθητική μετοχή | advised |
ενεργητική μετοχή | advising |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- advise < μέση αγγλική avisen < παλαιά γαλλική aviser < λατινική adviso < ad + viso < video
Ρήμα[επεξεργασία]
advise (en)