admonish

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας admonish
γ΄ ενικό ενεστώτα admonishes
αόριστος admonished
παθητική μετοχή admonished
ενεργητική μετοχή admonishing

admonish (en)

  1. επιπλήττω, επιτιμώ, λέω σε κάποιον έντονα και ξεκάθαρα ότι δεν εγκρίνω κάτι που έχει κάνει
    ⮡  His manager admonished him because he was late.
    Τον επέπληξε ο διευθυντής του, γιατί άργησε να έρθει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη criticize
  2. συμβουλεύω κάποιον να κάνει κάτι
    ⮡  He admonished them against excessive drinking./He admonished them to not drink much.
    Τους συμβούλεψε να μην πίνουν πολύ.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη advise