Μετάβαση στο περιεχόμενο

warn

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας warn
γ΄ ενικό ενεστώτα warns
αόριστος warned
παθητική μετοχή warned
ενεργητική μετοχή warning

warn (en)

  • προειδοποιώ
      Don’t say I didn’t warn you!
    Μη μου πει ότι δεν σε προειδοποίησα!
      I warned him not to smoke./I warned him against smoking.
    Τον προειδοποίησα να μην καπνίζει.
      I have warned you repeatedly but you continue the same tactics.
    Σας έχω επανειλημμένα προειδοποιήσει αλλά συνεχίζετε την ίδια τακτική.