mors
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mors | mors |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mors (fr) αρσενικό
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mors (la) θηλυκό
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mors | mortēs |
γενική | mortis | mortum |
δοτική | mortī | mortibus |
αιτιατική | mortem | mortēs |
κλητική | mors | mortēs |
αφαιρετική | morte | mortibus |
Πηγές[επεξεργασία]
- mors - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.