Mors
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Mors (la) θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- mors - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Mors < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Mors αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- Nederlandse Familienamen Top 10.000, Netwerk Naamkunde, ανακτήθηκε 3/9/2023 [1]
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Mors < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Mors αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [2]