εκδημία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκδημία | οι | εκδημίες |
γενική | της | εκδημίας | των | εκδημιών |
αιτιατική | την | εκδημία | τις | εκδημίες |
κλητική | εκδημία | εκδημίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκδημία < ελληνιστική κοινή ἐκδημία (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική ἐκδημία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκδημία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκδημία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)