ύπνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὕπνος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ύπνος οι ύπνοι
      γενική του ύπνου των ύπνων
    αιτιατική τον ύπνο τους ύπνους
     κλητική ύπνε ύπνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
γάτα απολαμβάνει τον ύπνο της

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ύπνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὕπνος < πρωτοελληνική *húpnos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *supnós < *swep- (κοιμάμαι) +‎ *-nós

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈi.pnos/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ύπνος αρσενικό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • δε μου κολλάει ύπνος': αδυνατώ να κοιμηθώ. Ζέστη έκαμνε ένα βράδυ του Αυγούστου και δε μας κολλούσε ύπνος. (Γιάννης Ξανθούλης (1987), Το πεθαμένο λικέρ [μυθιστόρημα])

Υποκοριστικά

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]