ύπνος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ύπνος | οι | ύπνοι |
| γενική | του | ύπνου | των | ύπνων |
| αιτιατική | τον | ύπνο | τους | ύπνους |
| κλητική | ύπνε | ύπνοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ύπνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὕπνος < πρωτοελληνική *húpnos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *supnós < *swep- (κοιμάμαι) + *-nós
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ύπνος αρσενικό
- η περιοδική κατάσταση κατά την οποία οι φυσιολογικές λειτουργίες του οργανισμού ενός ανθρώπου ή ζώου επιβραδύνονται και το πνεύμα έχει μειωμένη συνείδηση του εαυτού του και μειωμένη επαφή με το περιβάλλον
- ※ Πρόκειται για τα λεγόμενα lucid dreams ή συνειδητά όνειρα. Και όταν μιλάμε για «ονειροναυτική», δεν κινούμαστε στον χώρο της παραψυχολογίας αλλά στον χώρο των επιστημονικών ερευνών για τη φύση του ύπνου (Η παραδοξότητα του ξύπνιου μέσα στον ύπνο, Το ΒΗΜΑ, 24/11/2008 )
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- δε μου κολλάει ύπνος': αδυνατώ να κοιμηθώ. Ζέστη έκαμνε ένα βράδυ του Αυγούστου και δε μας κολλούσε ύπνος. (Γιάννης Ξανθούλης (1987), Το πεθαμένο λικέρ [μυθιστόρημα])
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ύπνος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)