υπνωτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
υπνωτικά
- υπνωτικό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπνωτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (φαρμακευτική): γενική ονομασία ομάδας φαρμάκων ή ουσιών που δρουν κατά της αϋπνίας, του άγχους και της κατάθλιψης.
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- χορηγούνται ελεγκτικά κυρίως σε έντονη αϋπνία και μόνο για βραχείς περιόδους 1-2 εβδομάδες θεραπείας.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπνωτικά