υπνωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπνωτικός < αρχαία ελληνική ὑπνωτικός
Επίθετο
[επεξεργασία]υπνωτικός, -ή, -ό
- που επιφέρει ύπνωση
- υπωτικά χάπια
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπνωτικός