υπνωτικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπνωτικός < αρχαία ελληνική ὑπνωτικός
Επίθετο
[επεξεργασία]υπνωτικός, -ή, -ό
- που επιφέρει ύπνωση
- υπωτικά χάπια
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπνωτικός