hypnotique
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- hypnotique < (άμεσο δάνειο) υστερολατινική hypnōticus < αρχαία ελληνική ὑπνωτικός[1]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]hypnotique (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ hypnotique - ετυμολογία - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- hypnotique - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé