hypnotiseur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.pnɔ.ti.zœːʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hypnotiseur hypnotiseurs

hypnotiseur (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]