αφύπνιση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αφύπνιση | οι | αφυπνίσεις |
| γενική | της | αφύπνισης* | των | αφυπνίσεων |
| αιτιατική | την | αφύπνιση | τις | αφυπνίσεις |
| κλητική | αφύπνιση | αφυπνίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αφυπνίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αφύπνιση < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀφύπνι(σις) + -ση[1] < αρχαία ελληνική ἀφυπνίζω → δείτε ἀφ-, ὕπνος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈfi.pni.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φύ‐πνι‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αφύπνιση θηλυκό
- το ξύπνημα
- (ειδικότερα) υπηρεσία ειδοποίησης σε ρόλο ξυπνητηριού
Με πήραν τηλέφωνο απ' την αφύπνιση, αλλά ξανακοιμήθηκα.
- (μεταφορικά) η επαναφορά και η επάνοδος στη συνείδηση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη αφυπνίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αφύπνιση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αφ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)