Μετάβαση στο περιεχόμενο

αφύπνιση

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφύπνιση οι αφυπνίσεις
      γενική της αφύπνισης* των αφυπνίσεων
    αιτιατική την αφύπνιση τις αφυπνίσεις
     κλητική αφύπνιση αφυπνίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αφυπνίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αφύπνιση < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀφύπνι(σις) + -ση[1] < αρχαία ελληνική ἀφυπνίζω  δείτε  ἀφ-, ὕπνος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈfi.pni.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αφύπνιση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αφύπνιση θηλυκό

  1. το ξύπνημα
  2. (ειδικότερα) υπηρεσία ειδοποίησης σε ρόλο ξυπνητηριού
    παράδειγμα  Με πήραν τηλέφωνο απ' την αφύπνιση, αλλά ξανακοιμήθηκα.
  3. (μεταφορικά) η επαναφορά και η επάνοδος στη συνείδηση

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]