αφυπνίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αφυπνίζω < αρχαία ελληνική ἀφυπνίζω
Ρήμα
[επεξεργασία]αφυπνίζω
- ξυπνώ κάποιον
- (μεταφορικά) επαναφέρω κάποιον στην πραγματικότητα
- τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων και οι συμβουλές του γιατρού αφύπνισαν τον Νίκο ο οποίος πλέον προσέχει τη διατροφή του και αθλείται συχνά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αφυπνίζω | αφύπνιζα | θα αφυπνίζω | να αφυπνίζω | αφυπνίζοντας | |
β' ενικ. | αφυπνίζεις | αφύπνιζες | θα αφυπνίζεις | να αφυπνίζεις | αφύπνιζε | |
γ' ενικ. | αφυπνίζει | αφύπνιζε | θα αφυπνίζει | να αφυπνίζει | ||
α' πληθ. | αφυπνίζουμε | αφυπνίζαμε | θα αφυπνίζουμε | να αφυπνίζουμε | ||
β' πληθ. | αφυπνίζετε | αφυπνίζατε | θα αφυπνίζετε | να αφυπνίζετε | αφυπνίζετε | |
γ' πληθ. | αφυπνίζουν(ε) | αφύπνιζαν αφυπνίζαν(ε) |
θα αφυπνίζουν(ε) | να αφυπνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αφύπνισα | θα αφυπνίσω | να αφυπνίσω | αφυπνίσει | ||
β' ενικ. | αφύπνισες | θα αφυπνίσεις | να αφυπνίσεις | αφύπνισε | ||
γ' ενικ. | αφύπνισε | θα αφυπνίσει | να αφυπνίσει | |||
α' πληθ. | αφυπνίσαμε | θα αφυπνίσουμε | να αφυπνίσουμε | |||
β' πληθ. | αφυπνίσατε | θα αφυπνίσετε | να αφυπνίσετε | αφυπνίστε | ||
γ' πληθ. | αφύπνισαν αφυπνίσαν(ε) |
θα αφυπνίσουν(ε) | να αφυπνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αφυπνίσει | είχα αφυπνίσει | θα έχω αφυπνίσει | να έχω αφυπνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αφυπνίσει | είχες αφυπνίσει | θα έχεις αφυπνίσει | να έχεις αφυπνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αφυπνίσει | είχε αφυπνίσει | θα έχει αφυπνίσει | να έχει αφυπνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αφυπνίσει | είχαμε αφυπνίσει | θα έχουμε αφυπνίσει | να έχουμε αφυπνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αφυπνίσει | είχατε αφυπνίσει | θα έχετε αφυπνίσει | να έχετε αφυπνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αφυπνίσει | είχαν αφυπνίσει | θα έχουν αφυπνίσει | να έχουν αφυπνίσει |
|