δάνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | δάνος | τὰ | δάνη - δάνεᾰ | ||||
γενική | τοῦ | δάνους - δάνεος | τῶν | δανῶν - δανέων | ||||
δοτική | τῷ | δάνει - δάνεῐ̈ | τοῖς | δάνεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸ | δάνος | τὰ | δάνη - δάνεα | ||||
κλητική ὦ! | δάνος | δάνη - δάνεα | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δάνει - δάνεε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | δανοῖν - δανέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- δάνος < δα- + νoς
- Εκδοχές για το θέμα: • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; [1] [2]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δάνος, -εος/-ους ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
Παράγωγα
[επεξεργασία]- δανείζω (και τα παράγωγά του)
→ και δείτε τη λέξη δάνειον
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | δάνος | οἱ | δάνοι |
γενική | τοῦ | δάνου | τῶν | δάνων |
δοτική | τῷ | δάνῳ | τοῖς | δάνοις |
αιτιατική | τὸν | δάνον | τοὺς | δάνους |
κλητική ὦ! | δάνε | δάνοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δάνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δάνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- δάνος: με χαρακτηριστικό δ < θ στη μακεδονική διάλεκτο, όπως θάνατος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δάνος, -ου αρσενικό
- μακεδονικός τύπος του θάνατος
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Πῶς δεῖ τὸν νέον ποιημάτων ἀκούειν, Section 6 (6), 25 @scaife.perseus
- δάνον γὰρ Μακεδόνες τὸν θάνατον καλοῦσι,
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Πῶς δεῖ τὸν νέον ποιημάτων ἀκούειν, Section 6 (6), 25 @scaife.perseus
Παράγωγα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ DGE, Bailly - δάνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ δάνος σελ. 302 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
[επεξεργασία]- δάνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δάνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βέλος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Μακεδονική διάλεκτος
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλούταρχο (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)