Μετάβαση στο περιεχόμενο

αιώνιος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: αἰώνιος
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιώνιος η αιώνια
& αιωνία
το αιώνιο
      γενική του αιώνιου
& αιωνίου
της αιώνιας
& αιωνίας
του αιώνιου
& αιωνίου
    αιτιατική τον αιώνιο την αιώνια
& αιωνία
το αιώνιο
     κλητική αιώνιε αιώνια
& αιώνια
αιώνιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιώνιοι οι αιώνιες τα αιώνια
      γενική των αιώνιων
& αιωνίων
των αιώνιων
& αιωνίων
των αιώνιων
& αιωνίων
    αιτιατική τους αιώνιους
& αιωνίους
τις αιώνιες τα αιώνια
     κλητική αιώνιοι αιώνιες αιώνια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «πλάγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αιώνιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰώνιος < αἰών

Επίθετο

[επεξεργασία]

αιώνιος, /(ία), -ο

  1. που διαρκεί για πάντα, παντοτινός, αθάνατος
  2. ακατάβλητος, ακατάλυτος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη αιώνας

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]