κοίμηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κοιμήση, Κοίμηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοίμηση οι κοιμήσεις
      γενική της κοίμησης* των κοιμήσεων
    αιτιατική την κοίμηση τις κοιμήσεις
     κλητική κοίμηση κοιμήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κοιμήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοίμηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κοίμη(σις) (θάνατος) (αρχαία σημασία: πλάγιασμα για ύπνο) + -ση [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈci.mi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοί‐μη‐ση
τονικό παρώνυμο: κοιμήση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοίμηση θηλυκό

  1. (εκκλησιαστικός όρος) ο θάνατος (ιδίως ενός αγίου)
    ※  Η Κοίμηση του οσίου Εφραίμ του Σύρου, που έζησε τον 4ο αιώνα. Εικόνα Κρητικού ζωγράφου των μέσων του 15ου αιώνα (1457). (ebyzantinemuseum.gr)
    ※  Και κάθε χρόνο, η μέρα που είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου δεν είναι μέρα πένθους για μια αγαπημένη γυναίκα που «έφυγε» αλλά γιορτή χαράς και αγαλλίασης για την ξαναγκάλιασμα της μητέρας με τον αγαπημένο της γιο, την άνθηση της φύσης, την πλημμύρα των συναισθημάτων, το πανηγύρι της ανθρώπινης επαφής στην επιστροφή των ανθρώπων της πόλης στη γενέθλια γη. (enet.gr)
  2. (σπάνιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κοιμάμαι [2]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. κοίμηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)