γέννηση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γέννηση | οι | γεννήσεις |
| γενική | της | γέννησης* | των | γεννήσεων |
| αιτιατική | τη | γέννηση | τις | γεννήσεις |
| κλητική | γέννηση | γεννήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, γεννήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γέννηση < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γέννηση < αρχαία ελληνική γέννησις
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈʝe.ni.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γέν‐νη‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γέννηση θηλυκό
- στα θηλαστικά είναι η διαδικασία κατά την οποία ένα έμβρυο εξέρχεται από το σώμα της μητέρας του
- η δημιουργία και πρώτη εμφάνιση ενός καινούριου πράγματος, ιδέας, είδους κ.λπ
η γέννηση της τραγωδίας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γέννηση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)