γεννητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γεννητικός < αρχαία ελληνική γεννητικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʝe.ni.tiˈkos/
Επίθετο[επεξεργασία]
γεννητικός, -η, -ο
- που αναφέρεται στη διαδικασία της σεξουαλικής αναπαραγωγής
- γεννητικό σύστημα