birth

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
birth births

birth (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η γέννηση
    ⮡  At Christmastime we celebrate the birth of Christ.
    Τα Χριστούγεννα εορτάζουμε τη γέννηση του Χριστού.
    ⮡  The child weighed 3 kilos at birth.
    Το παιδί ζύγισε 3 κιλά στη γέννηση του.
    ⮡  birth control/birth rate - έλεγχος γεννήσεων/ποσοστό γεννήσεων
    ⮡  birth place/birth certificate - τόπος γεννήσεως/πιστοποιητικό γεννήσεως
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη childbirth

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας birth
γ΄ ενικό ενεστώτα births
αόριστος birthed
παθητική μετοχή birthed
ενεργητική μετοχή birthing

birth (en)