birth
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
birth | births |
birth (en)
- η γέννηση
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- at birth
- by birth: εκ γενετής, κληρονομικά
- from birth: από γεννησιμιού, από τη στιγμή της γέννησης
- give birth: γεννώ
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | birth |
γ΄ ενικό ενεστώτα | births |
αόριστος | birthed |
παθητική μετοχή | birthed |
ενεργητική μετοχή | birthing |
birth (en)
- γεννώ
- ↪ She birthed ten children
- Γέννησε δέκα παιδιά
- ≈ συνώνυμα: give birth
- ↪ She birthed ten children