ψυχίδιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψυχίδιον < ψυχή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψυχίδιον ουδέτερο ( & ψυχάριον)