πνοή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πνοή < αρχαία ελληνική πνοή
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πνοή | οι | πνοές |
γενική | της | πνοής | των | πνοών |
αιτιατική | την | πνοή | τις | πνοές |
κλητική | πνοή | πνοές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
πνοή θηλυκό
- η ανάσα, αναπνοή
- το φύσημα αέρα
- ※ Αν πετύχουν, ο αγέρας γίνεται πνοή, πνεύμα, και «όπου θέλει πνει». Αν αποτύχουν, ήταν αέρας κοπανιστός. (Βασίλης Κατσικονούρης, Η ρωγμή των 7:45 μ.μ., εκδόσεις Καστανιώτη, 2016)
- (μεταφορικά) κίνητρο έμπνευσης, ζωής, δύναμης
- η μείωση του ΦΠΑ έδωσε πνοή στην οικονομία της χώρας
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- μέχρι τελευταίας πνοής : μέχρι θανάτου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεταφορικά