πνοή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πνοή < αρχαία ελληνική πνοή

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pnoˈi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πνοή οι πνοές
      γενική της πνοής των πνοών
    αιτιατική την πνοή τις πνοές
     κλητική πνοή πνοές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

πνοή θηλυκό

  1. η ανάσα, αναπνοή
  2. το φύσημα αέρα
  3. (μεταφορικά) κίνητρο έμπνευσης, ζωής, δύναμης
    η μείωση του ΦΠΑ έδωσε πνοή στην οικονομία της χώρας

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • μέχρι τελευταίας πνοής  : μέχρι θανάτου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]