πνοή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πνοή < αρχαία ελληνική πνοή
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πνοή | οι | πνοές |
γενική | της | πνοής | των | πνοών |
αιτιατική | την | πνοή | τις | πνοές |
κλητική | πνοή | πνοές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
πνοή θηλυκό
- η ανάσα, αναπνοή
- το φύσημα αέρα
- (μεταφορικά) κίνητρο έμπνευσης, ζωής, δύναμης
- η μείωση του ΦΠΑ έδωσε πνοή στην οικονομία της χώρας
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- μέχρι τελευταίας πνοής : μέχρι θανάτου