souffle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
souffle | souffles |
souffle (fr) αρσενικό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- avoir le souffle court - λαχανιάζω εύκολα
- couper le souffle à quelqu'un - κόβω την αναπνοή κάποιου· (μεταφορικά) εκπλήσσω
- être à bout de souffle - δυσκολεύομαι να αναπνεύσω· (μεταφορικά) είμαι ψόφιος από την κούραση
- ne pas manquer de souffle - έχω θράσος
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη souffler