power
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- power < μέση αγγλική poer < παλαιά γαλλική poeir < λατινική potere < posse < possum
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
power | powers |
power (en)
- η δύναμη, η ισχύς
- (μαθηματικά) η δύναμη
- (φυσική) η ισχύς
- (μη μετρήσιμο, ηλεκτρολογία) ο ηλεκτρισμός, το (ηλεκτρικό) ρεύμα, η ηλεκτρική ενέργεια, η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος
- ↪ The power outage stopped the operation of the factory’s machines.
- Η διακοπή του ρεύματος σταμάτησε τη λειτουργία των μηχανών του εργοστασίου.
- ↪ Somewhere the cable is short circuiting and the power is not reaching the outlet.
- Κάπου βραχυκυκλώνει το καλώδιο και δε φτάνει το ρεύμα στην πρίζα.
- συντομογραφία: PWR
- ↪ The power outage stopped the operation of the factory’s machines.
- (μη μετρήσιμο) η πνοή, η ιδιότητα που έχει μεγάλη δύναμη ή πολύ αποτελεσματικό
- ↪ There is power in his music.
- Η μουσική του έχει πνοή.
- ↪ There is power in his music.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
ηλεκτρολογία:
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | power |
γ΄ ενικό ενεστώτα | powers |
αόριστος | powered |
παθητική μετοχή | powered |
ενεργητική μετοχή | powering |
power (en)
- (μεταβατικό) τροφοδοτώ, κινώ, δίνω την ενέργεια για να κάτι λειτουργεί
Πηγές[επεξεργασία]
- power (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- power (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 448-449, 717. ISBN 9780194325684., λήμμα: κινώ, πνοή
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Μαθηματικά (αγγλικά)
- Φυσική (αγγλικά)
- Ηλεκτρολογία (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'ask' (αγγλικά)