power
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- power < μέση αγγλική poer < παλαιά γαλλική poeir < λατινική potere < posse < possum
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
power | powers |
power (en)
- δύναμη, ισχύς
- (μαθηματικά) δύναμη
- (φυσική) ισχύς
- (ηλεκτρολογία) ηλεκτρισμός, (ηλεκτρικό) ρεύμα, ηλεκτρική ενέργεια, παροχή ηλεκτρικού ρεύματος
- συντομογραφία: PWR
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
ηλεκτρολογία:
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | power |
γ΄ ενικό ενεστώτα | powers |
αόριστος | powered |
παθητική μετοχή | powered |
ενεργητική μετοχή | powering |
power (en)
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Μαθηματικά (αγγλικά)
- Φυσική (αγγλικά)
- Ηλεκτρολογία (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'ask' (αγγλικά)