power

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

power < μέση αγγλική poer < παλαιά γαλλική poeir < λατινική potere < posse < possum

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
power powers

power (en)

  1. δύναμη, ισχύς
  2. (μαθηματικά) δύναμη
  3. (φυσική) ισχύς
  4. (ηλεκτρολογία) ηλεκτρισμός, (ηλεκτρικό) ρεύμα, ηλεκτρική ενέργεια, παροχή ηλεκτρικού ρεύματος
    συντομογραφία: PWR

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

ηλεκτρολογία:

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας power
γ΄ ενικό ενεστώτα powers
αόριστος powered
παθητική μετοχή powered
ενεργητική μετοχή powering

power (en)

  • τροφοδοτώ
    The plant powers the city with electricity.
    Το εργοστάσιο τροφοδοτεί την πόλη με ρεύμα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fuel