fuel
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| fuel | fuels |
fuel (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]| ενεστώτας | fuel |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | fuels |
| αόριστος | fueled |
| παθητική μετοχή | fueled |
| ενεργητική μετοχή | fueling |
fuel (en)
- τροφοδοτώ οτιδήποτε με κάποια πηγή ενέργειας
The plant fuels the city with electricity.
- Το εργοστάσιο τροφοδοτεί την πόλη με ρεύμα.
- ≈ συνώνυμα: power, feed
- (ειδικότερα) βάζω καύσιμα σε όχημα
- → και δείτε τον όρο fuel up
- (μεταφορικά) τροφοδοτώ
The economic crisis fuels concern about the future.
- Η οικονομική κρίση τροφοδοτεί την ανησυχία για το μέλλον.