power supply
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]power supply (en)
Υπώνυμα
[επεξεργασία]- Power Supply Unit (PSU)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
power supply στην αγγλική Βικιπαίδεια