attempt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
attempt attempts

attempt (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας attempt
γ΄ ενικό ενεστώτα attempts
αόριστος attempted
παθητική μετοχή attempted
ενεργητική μετοχή attempting

attempt (en)

Πηγές[επεξεργασία]