Μετάβαση στο περιεχόμενο

fighting

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fighting < (κληρονομημένο) μέση αγγλική feghtyng < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική feohtende

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈfaɪtɪŋ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fighting (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η μάχη, η εχθροπραξία, το να μάχομαι, το να πολεμώ τον εχθρό
      The fighting on the battlefield lasted all night.
    Η μάχη στο πεδίο κράτησε όλη τη νύχτα.
      After heavy fighting, they managed to defeat the opponent.
    Μετά από σκληρή μάχη, κατάφεραν να νικήσουν τον αντίπαλο.
      Fighting at the borders began/stopped.
    Άρχισαν/σταμάτησαν οι εχθροπραξίες στα σύνορα.
  2. η συμπλοκή, το να ερχόμαστε στα χέρια
      The arguing ended in fighting.
    Ο καβγάς κατέληξε σε συμπλοκή.
  3. ο καβγάς, η εχθροπραξία, το να καβγαδίζω συζητώντας
      He hated all the fighting at home.
    Μισούσε όλους τους καβγάδες στο σπίτι.
      After the temporary truce, the government and the opposition resumed their fighting.
    Ύστερα από την προσωρινή ανακωχή, κυβέρνηση και αντιπολίτευση άρχισαν πάλι τις εχθροπραξίες.
  4. η καταπολέμηση, ο αγώνας, η μάχη, το να καταπολεμώ να πετύχω κάτι
      Fighting (against) illiteracy is a key goal of education.
    Η καταπολέμηση του αναλφαβητισμού είναι βασικός στόχος της εκπαίδευσης.
      There was fighting for the best seats.
    Έγινε αγώνας για της καλύτερες θέσεις.
      Fighting to protect the environment concerns all of us.
    Η μάχη για την προστασία του περιβάλλοντος αφορά όλους μας.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

fighting (en)