μαχόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαχόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαχόμενος, μετοχή ενεστώτα του μάχομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
μαχόμενος, -η, -ο
- αγωνιζόμενος, που μάχεται, που παλεύει
- ↪ υπηρέτησε τη μαχομένη δημοσιογραφία/δικηγορία
- που του συμβαίνει κάτι ενώ δίνει μάχη
- ↪ έπεσε μαχόμενος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαχόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαχόμενος, μετοχή ενεστώτα του μάχομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
μαχόμενος, -η, -ο
- μετοχή ενεστώτα του μάχομαι, ρήματος μέσης φωνής
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)