Μετάβαση στο περιεχόμενο

Gewalt

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Gewalt (de) θηλυκό (πληθυντικός: die Gewalten)

  1. η εξουσία
    die Gewalt des Geldes - η εξουσία του χρήματος
  2. η εξουσία
    die häusliche Gewalt gegen Frauen und Kinder - η οικογενειακή βία κατά των γυναικών και παιδιών
  3. η ορμή
    die Gewalt der Wellen - η ορμή των κυμάτων

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Gewalt < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Gewalt αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden