Gewalt
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Gewalt (de) θηλυκό (πληθυντικός: die Gewalten)
- η εξουσία
- die Gewalt des Geldes - η εξουσία του χρήματος
- η εξουσία
- die häusliche Gewalt gegen Frauen und Kinder - η οικογενειακή βία κατά των γυναικών και παιδιών
- η ορμή
- die Gewalt der Wellen - η ορμή των κυμάτων
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- Macht θηλυκό
- Gewalttätigkeit θηλυκό
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Gewalt < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Gewalt αρσενικό ή θηλυκό