flair

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
flair < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /flɛʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
flair flairs

flair (fr) αρσενικό

  1. η όσφρηση
     συνώνυμα: odorat
  2. η διαίσθηση
     συνώνυμα: clairvoyance, feeling, intuition, perspicacité

Συγγενικά

[επεξεργασία]