wzrok

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vzrɔk/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wzrok (pl) αρσενικό

  • μία από τις αισθήσεις, η όραση

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]