rideau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- rideau < rider
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
rideau | rideaux |
rideau (fr) αρσενικό
- η κουρτίνα
- το παραπέτασμα
- το μπερντές
- η αυλαία
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη rider