rider
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rider | riders |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rider (en)
- ο/η ιππέας, ο καβαλάρης, η καβαλάρισσα, ο αναβάτης, η αναβάτρια, αλόγου, μοτοσικλέτας κτλ.
- ↪ This horse is ridden only by an experienced rider.
- Αυτό το άλογο ιππεύεται μόνο από έμπειρο αναβάτη.
- ↪ This horse is ridden only by an experienced rider.
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- rider < αρχαία άνω γερμανική rîdan, στρίβω
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
rider (fr)