καβαλάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καβαλάρης < μεσαιωνική ελληνική καβαλλάρης < ελληνιστική κοινή καβαλλάριος < λατινική caballarius
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καβαλάρης αρσενικό
- αυτός που κινείται καθισμένος στη ράχη ενός αλόγου, μουλαριού, γαϊδουριού
- (μουσική) το μέρος του σώματος ενός έγχορδου οργάνου πάνω στο οποίο τεντώνονται οι χορδές
- οριζόντια δοκός στην κορυψή του πλαισίου δίριχτης στέγης
- κεραμίδι που καλύπτει αμφιπλευρικά την κορυφή της στέγης
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)