saddle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

saddle (en)

  1. σέλα
  2. διάσελο
  3. (μουσική) ο καβαλάρης της κιθάρας και των άλλων εγχόρδων

saddle (en)