διάσελο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Διάσελο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διάσελο τα διάσελα
      γενική του διάσελου των διάσελων
    αιτιατική το διάσελο τα διάσελα
     κλητική διάσελο διάσελα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διάσελο < δια- + σέλ(α) + -ο[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: διά‐σε‐λο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διάσελο ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]